- οροσημαίνω
- τοποθετώ ορόσημα, οροθετώ., καθορίζω τα όρια μιας έκτασης με ορόσημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (Ι) + σημαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οροσήμανση — η καθορισμός μιας έκτασης με τη χρήση οροσήμων, τοποθέτηση οροσήμων, οροθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οροσημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1789 στα Έγγραφα Ελληνικού Δημοσίου] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek